- αρτοπωλείο
- το (Α ἀρτοπωλεῑον) [αρτοπώλης]το κατάστημα όπου πουλιέται άρτοςαρχ.το εργαστήριο όπου φτιάχνουν ψωμί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτοπωλείο — το το ψωμάδικο, το κατάστημα που πουλά ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
αρτοπώλιον — ἀρτοπώλιον, το (Α) [αρτόπωλις] το αρτοπωλείο … Dictionary of Greek
καθαρουργείον — καθαρουργεῑον και καθαρουργίον, τὸ (Α) [καθαρουργός] πάπ. αρτοπωλείο που παρασκεύαζε εκλεκτό, λευκό άρτο … Dictionary of Greek
ψωμοπωλείον — τὸ, Α [ψωμοπώλης] αρτοπωλείο … Dictionary of Greek
φουρνάρικο — το φούρνος, κλίβανος, αρτοποιείο, αρτοπωλείο, ψωμάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)